- παλαιοβιβλιοπωλείο
- το [παλαιοβιβλιοπώλης]εμπορικό κατάστημα πώλησης παλιών, ιδίως μεταχειρισμένων βιβλίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαιοβιβλιοπωλείο — το κατάστημα που πουλά παλιά βιβλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)